- λιμφός
- λιμφός (Α)(κατά τον Ησύχ.) «συκοφάντης, ἤ μηνυτὴς παρανόμων».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι παλαιότερες απόψεις κατά τις οποίες η λ. συνδέεται με τα ἀλείφω, λίπος ή με μέσο άνω γερμ. slimp «λοξά» δεν είναι αποδεκτές].
Dictionary of Greek. 2013.